- αφιδρυσις
- ἀφίδρυσιςἀφ-ίδρῡσις-εως ἥ установление, установка
(ἀγάλματος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγάλματος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφίδρυσις — ἀφίδρυσις, η (Α) [αφιδρύομαι] το να στηθεί άγαλμα ή ανδριάντας σε κάποιο σημείο … Dictionary of Greek
ἀφίδρυσις — Setting up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρύσει — ἀφίδρυσις Setting up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφιδρύσεϊ , ἀφίδρυσις Setting up fem dat sg (epic) ἀφίδρυσις Setting up fem dat sg (attic ionic) ἀφιδρύ̱σει , ἀφιδρύω remoue to another settlement aor subj act 3rd sg (epic) ἀφιδρύ̱σει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιδρύσεσι — ἀφίδρυσις Setting up fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφίδρυσιν — ἀφίδρυσις Setting up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)